Κατηγορίες

Παππούδες και γιαγιάδες «επιστρέφουν» από το υπερπέραν με μνήμες, συναισθήματα και γέλιο

Παππούδες και γιαγιάδες «επιστρέφουν» από το υπερπέραν με μνήμες, συναισθήματα και γέλιο

Γράφει η Άρτεμις Μάνου 

Τα φαντάσματα της σοφίτας είναι ένα ευχάριστο βιβλίο που διαβάζεται άνετα και γρήγορα, με ιστορία συμπυκνωμένη, δράση και χιούμορ που δοκιμάζει ένα πάντρεμα του παλιού με το νέο ή καλύτερα μια απόπειρα προσέγγισης του παλιού από το νέο με ρομαντισμό και ευαισθησία.

Με όχι μία, αλλά δύο εισαγωγές, ο Μάνος Κοντολέων με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο βάζει από την αρχή τους αναγνώστες στο παιχνίδι, στον «μύθο» της συγγραφής του βιβλίου. Είναι τα άπειρα γράμματά τους, λέει, που τον έκαναν να συνεχίσει να ασχολείται με τον Ορέστη και τον Δομίνικο, τους ήρωες του προηγούμενου βιβλίου του, Ο Ορέστης και το υπόγειο. Γράμματα τόσα πολλά, που τον ανάγκασαν να γράφει στην… τουαλέτα, αφού εκείνα κατέλαβαν όλο τον υπόλοιπο χώρο του σπιτιού! Και (παρόλο που όντως του έγραψαν πολλοί μικροί αναγνώστες) με την αστεία αυτή υπερβολή γίνονται και οι ίδιοι μέρος της συγγραφικής «μηχανής», κάτι σαν το καύσιμο για να γράψει τις ιστορίες του ο συγγραφέας. Και μαζί με αυτούς οι εντελώς πραγματικοί ήρωές του που ζουν αυτές τις περιπέτειες και έχουν απορίες, παράπονα και άποψη για το βιβλίο και δεν μπορεί παρά να τους λάβει υπόψη του. Αναγνώστες-ήρωες-συγγραφέας (προσ)δέθηκαν στην ίδια ιστορία. Πώς να κάνεις πίσω;

Το απλό και ατμοσφαιρικό σκηνικό του βιβλίου είναι η φαντασίωση κάθε παιδιού: μια σοφίτα, ένας χώρος δικός του, όπου θα μπορεί να νιώσει αυτόνομο και χαλαρό μακριά από το βλέμμα των μεγάλων. Σε μια τέτοια σοφίτα, πάνω από τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας που μένουν, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους ο Δομίνικος με την Άννα, την αδερφή του και τον φίλο της τον Ορέστη. Εκεί τα τρία παιδιά ακούν μουσική, ονειρεύονται, συζητούν και ζουν την ελευθερία τους, ανάμεσα σε παλιά ρούχα και αντικείμενα, έναν καθρέφτη κι ένα μπαούλο – και κάτι άλλο που δεν ξέρουμε ακόμα. Ένα αποκριάτικο πάρτι με στολές και αξεσουάρ που βρίσκουν στη σοφίτα θα γίνει η αφορμή να το μάθουμε, θα γίνει αφορμή να ξυπνήσουν μνήμες και πνεύματα. Η προγιαγιά Αννίτσα και ο προπαππούς Μήτσος, που από πάντα βρίσκονται εκεί και τα παρακολουθούν, θα πάρουν από πίσω τα παιδιά κι όταν η κουδουνίστρα του Μήτσου –που χρησιμοποιείται ως αξεσουάρ μασκαρέματος– κλαπεί στη διάρκεια του πάρτι, τότε αυτοί υποχρεώνονται να επικοινωνήσουν με τα παιδιά. Τα δύο αδέλφια βλέπουν το ίδιο «όνειρο» όπου ο Μήτσος και η Αννίτσα τούς λένε να ψάξουν για την κουδουνίστρα και, όπως είναι φυσικό, όταν το διαπιστώνουν, τρομάζουν. Σύντομα, όμως, ανακαλύπτουν πως δεν πρόκειται για ένα κοινό τους όνειρο αλλά πως τα πνεύματα των προπαππούδων τους είναι όντως εκεί: ακούν τις φωνές τους και βλέπουν τα αποτελέσματα των πράξεών τους (γιατί φυσικά οι ίδιοι είναι αόρατοι). Το καλό είναι ότι δεν τους φοβούνται. Έτσι, με τη βοήθεια και την καθοδήγησή τους ξετυλίγουν το νήμα της κλεμμένης κουδουνίστρας, έρχονται αντιμέτωποι με τον νταή συμμαθητή τους και κατορθώνουν να πάρουν πίσω την κουδουνίστρα που έχει καταλήξει στα χέρια ενός αισχροκερδούς παλαιοπώλη που τη βλέπει σαν χρυσή ευκαιρία. Μέσα από μια σειρά ευτράπελων γεγονότων αλλά και σημαντικών μικρών αποφάσεων που πρέπει να πάρουν (αν για παράδειγμα θα ομολογήσουν στους γονείς τους ή όχι ένα σκασιαρχείο από το σχολείο), θα πάρουν και πάλι την κουδουνίστρα στα χέρια τους αλλά κυρίως θα αρχίσουν να οικοδομούν μια σχέση με τους παππούδες τους και με ό,τι αυτοί εκπροσωπούν.

Η περιπέτεια των τριών παιδιών και των δύο πνευμάτων που μαζί με την ανακάλυψη του ενόχου θα ανακαλύψουν και ο ένας τον άλλον είναι μια κατάργηση του τοίχου που χωρίζει τους δύο κόσμους, τον αισθητό από τον «υπερβατικό», τον νέο από τον παλιό, τον κόσμο των μικρών από εκείνο των μεγάλων. Η βασική θεματική του βιβλίου είναι, λοιπόν, η σχέση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, και πώς μπορούν τα δύο αυτά να «επικοινωνήσουν», η μνήμη, το παρελθόν, η αξία του και τα σύμβολά του. Τα δύο παιδιά μέσα από την περιπέτειά τους αυτή γνωρίζουν τους προπαππούδες τους, αναγνωρίζουν την αξία που μπορεί να έχει ένα αντικείμενο ως υπενθύμιση της παρουσίας ενός ανθρώπου στον κόσμο αλλά και ως σύμβολο της πατρίδας και της αγάπης. Η κουδουνίστρα θυμίζει στον παππού τη μαμά του, τη Σμύρνη (από όπου έχει καταγωγή και ο συγγραφέας), την παιδική του ηλικία και φέρει μια αξία που πρέπει να περιφρουρήσει κανείς και που δε συνδέεται καθόλου με τη υλική του αξία. Η σχέση της Άννας και του Ορέστη με τους παππούδες τους, έτσι όπως αναπτύσσεται σταδιακά, μπορεί μάλιστα να εμπνεύσει τον αναγνώστη και να εγείρει το ενδιαφέρον για να ρωτήσει, να αναρωτηθεί, να ψάξει ίσως για το δικό του παρελθόν. Με όχημα την αστεία ιστορία όπου τα φαντάσματα από το παρελθόν χώνονται στη ζωή των ανθρώπων προκαλώντας αναπάντεχα και αστεία επεισόδια, επιτυγχάνεται μια σύνδεση βιωματική, εσωτερική και όχι εγκεφαλική με πρέπει και παραινέσεις. Άλλωστε, αν και μιλάμε για φαντάσματα, δεν υπάρχει πουθενά φόβος ή αγωνία, αντίθετα τα παιδιά δηλώνουν ξεκάθαρα πως δε φοβούνται και σχετίζονται με τους παππούδες τους ολοένα και περισσότερο δίνοντας τη σημαντική αίσθηση ότι υπάρχει κάτι καλό και στοργικό που έρχεται από το παρελθόν – εξού και η απουσία του φόβου. Χαρακτηριστικός ο «ορισμός» του αληθινού που περιλαμβάνει παρόν και παρελθόν με τη συμβολή, φυσικά, της λειτουργίας της μνήμης – αρκεί να θυμόμαστε, να θέλουμε να θυμόμαστε: 

Η Αννίτσα λες και μάντεψε τις σκέψεις τους κι έτσι μπήκε κι αυτή στην κουβέντα και τους είπε: «Σκεφτήκατε πως είμαστε πλάσματα των ονείρων σας. Πως δεν υπάρχουμε στ’ αλήθεια. Αλλά τι είναι αληθινό, χρυσά μου;». (Η προγιαγιά Αννίτσα, όσο κι αν θύμωνε, δεν έχανε τους τρυφερούς τόνους στην ομιλία της.) «Αληθινό δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε, αλλά και ό,τι αισθανόμαστε. Δεν είναι μόνο ό,τι αυτή τη στιγμή υπάρχει, μα ό,τι και κάποτε υπήρξε κι ό,τι κάποτε θα υπάρξει... Θέλω να πω πως, μιας και κάποτε εμείς ζήσαμε, θα ζούμε για πάντα... όσο τουλάχιστον οι δικοί μας – τα παιδιά, τα εγγόνια μας, οι φίλοι μας... – μας θυμούνται. Και τι σημαίνει θυμάμαι;»

Η αδερφική σχέση και ο έρωτας στην εφηβική ηλικία είναι δύο ακόμα θέματα του βιβλίου. Η αδερφική σχέση χωρίς τις συνηθισμένες εντάσεις και καυγάδες που συναντάμε ανάμεσα στα αδέρφια σχολιάζεται με έναν πιο υποδόριο τρόπο αποκαλύπτοντας και πιο βαθιές πτυχές: Ο Δομίνικος ζηλεύει και ανταγωνίζεται το αγόρι που έχει κατακτήσει την καρδιά της αδερφής του, σχολιάζει, ειρωνεύεται, κοροϊδεύει. Η σχέση των δυο μεγάλων παιδιών, ο πρώτος έρωτας, λειτουργεί κυρίως ως όχημα για να ξεδιπλωθούν τα συναισθήματα και η οπτική του μικρού αδερφού.

Οι πέντε βασικοί χαρακτήρες, τα τρία παιδιά και οι δύο ηλικιωμένοι, είναι μελετημένοι και ολοκληρωμένοι. Τα δύο μεγάλα παιδιά, λάτρεις της τέχνης και του παλιού, γοητεύονται από την εποχή των παππούδων τους και αυτό επιλέγουν ως θέμα για το αποκριάτικο πάρτι τους. Ο Ορέστης, με το παρατσούκλι «ποιητής» δοσμένο από τον Δομίνικο, βρίσκεται σταθερά έκπληκτος μπροστά στην ομορφιά των κουστουμιών, των παλιών αντικειμένων, της ποίησης. Η Άννα το ίδιο, αλλά με πιο γειωμένα χαρακτηριστικά και πολύ επιμελής μαθήτρια και ειλικρινής κόρη, βρίσκεται αντιμέτωπη με ζητήματα συμπεριφοράς και ηθικής. Ο μικρός Δομίνικος, παρατηρητικός, ειρωνικός, αστείος, σχολιάζει τα πάντα (προς το παρόν από μέσα του μέσω του συγγραφέα) και, αν και «ακόλουθος» των άλλων, δε διστάζει να δείξει τη δύναμη και τη γενναιότητά του όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Οι δύο ηλικιωμένοι από την άλλη, πρόσφυγες από τη Σμύρνη, με πολύ διαφορετικά στιλ (η Αννίτσα κάποτε τραγουδίστρια και ο Μήτσος διευθυντής τραπέζης), εκπροσωπούν ένα παλαιότερο παραδοσιακό μοντέλο ζευγαριού – αστεία, ταπεραμεντόζα, αφηρημένη εκείνη, σοβαρός, αυστηρός, με χιούμορ εκείνος και παρ’ όλ’ αυτά αγαπημένοι με τον δικό τους τρόπο. Είναι σημαντικό πως τα χαρακτηριστικά αυτά των ηρώων χτίζονται και επιβεβαιώνονται σε σημεία. Ο έκτος χαρακτήρας, ο κακός της ιστορίας, ο κλέφτης της κουδουνίστρας, είναι κάπως στερεοτυπικός ως κακός και αδιάφορος μαθητής, κλεφτρόνι και ελαφρώς νταής. Είναι αυτός που τα χάνει και υφίσταται το μεγαλύτερο σοκ από την ύπαρξη των πνευμάτων, όταν σε μία συμπλοκή τις τρώει από τον Μήτσο, δηλαδή κάποιον που δε βλέπει ποτέ! Από αυτή την αστεία ΄για τους αναγνώστες στιγμή προκύπτει η δική του ανατρεπτική ιστορία: το σοκ και ο πανικός του τον οδηγούν να αρχίσει να ψάχνει, να ερευνά το παρελθόν και τους προγόνους των παιδιών με τέτοια εμμονή, να μελετά και να σκάβει μέχρι που καταλήγει να σπουδάσει φιλολογία! Χάπι εντ και ευσεβείς πόθοι, θα μου πεις, που καμιά φορά, όμως, τα βιβλία τούς εκπληρώνουν.

Βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι το χιούμορ. Έτσι, υπάρχουν στιγμές όχι μόνο καθαρού λεκτικού χιούμορ αλλά και αστείων καταστάσεων όπως η κινηματογραφική περιγραφή της συμπλοκής των αόρατων πνευμάτων και των παιδιών με τον κακό συμμαθητή και τον παλαιοπώλη: καρέκλες ίπτανται και προσγειώνονται σε κεφάλια, χαστούκια έρχονται από το πουθενά και φωνές χωρίς σώμα που αντηχούν στον χώρο τρομοκρατούν και ακινητοποιούν τους αντιπάλους των παιδιών.

Ένα βιβλίο αστείο, διασκεδαστικό, πάρα πολύ φροντισμένο σε όλα του, που μπορεί να διαβαστεί πολύ ευχάριστα από ένα παιδί εκεί γύρω στα εννιά με έντεκα και να δώσει την ευκαιρία για συζητήσεις, για να θυμηθούμε τον παππού και τη γιαγιά, τα χνάρια μας προς τα πίσω, χωρίς να κουραστούμε και να νιώσουμε ότι επιτελούμε κάποιο καθήκον. Ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων φαίνεται πως θυμάται κομμάτια του δικού του παρελθόντος και με αυτό το βιβλίο τα μοιράζεται με χιούμορ με τους αναγνώστες του. 

Το βιβλίο, που γράφτηκε το 1996 αλλά δε του φαίνεται καθόλου, κλείνει όπως άνοιξε: ο συγγραφέας επικοινωνεί και πάλι με τους αναγνώστες του με έναν επίλογο και ένα υστερόγραφο. Ο ίδιος ο Δομίνικος, που δανείζεται, όπως είπαμε, πολλά χαρακτηριστικά και κομμάτια ζωής από τον γιο του Μάνου Κοντολέων, επιβεβαιώνει ότι διάβασε το βιβλίο και του άρεσε. Το μόνο που μένει είναι να το διαβάσετε εσείς –και να γράψετε τη γνώμη σας στον συγγραφέα, αφού έχει πλέον μετακομίσει σε πολύ μεγαλύτερο σπίτι και διαθέτει το υπόγειο για τα γράμματά σας! Ή καλύτερα στείλτε του ένα μέιλ – είναι βέβαιο ότι θα το διαβάσει.

Η Άρτεμις Μάνου είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός. 

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 06/10/2024 00:47:24