Εκεί κοντά ήταν η πιο ηλικιωμένη ελιά από όλες, το μεγαλύτερο δέντρο του κτήματος, γύρω στα τριακόσια χρόνια ζωής, περήφανη γιαγιά, δέσποζε για να μας καλωσορίζει κάθε φορά που ερχόμασταν στο νησί, αλλά και να μας αποχαιρετάει όταν με βαριά καρδιά αναχωρούσαμε. Εκείνο το βράδυ έπρεπε να χωθώ στα πίσω καθίσματα, να κουκουλωθώ με το πανί και να φύγω όσο γίνεται μακρύτερα. Δεν ήθελα να με δει που την παρατούσα έτσι στην πιο δύσκολη στιγμή της. Τόσες οικογένειες τη φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια, της έδωσαν νερό να ξεδιψάσει, έζησαν μαζί της, και εμείς, όταν τα βρήκαμε σκούρα, μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας σε δευτερόλεπτα και την παρατήσαμε να σιγοκαίγεται, να γίνεται κάρβουνο. Δεν άντεξα όμως… Η πυρκαγιά άλλαξε τα πάντα στο νησί, το καλοκαίρι απέκτησε διαφορετικό χρώμα. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν από τον προηγούμενο Αύγουστο κάηκαν μαζί με τις πρώτες ελιές, θάφτηκαν στη στάχτη. Τρεις φίλοι ξετυλίγουν το μυστήριο της φωτιάς και συγκρούονται με το παρελθόν. Ακολουθούν τα ίχνη του ανθρώπου φωτιά, ανακαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, αναζητούν την αλήθεια.