
Μερικές σκέψεις με αφορμή το Κίτρινο του ηλιοτρόπιου της Ζουλιέτ Αντάμ,
σε εικόνες της Μορίν Πουανιονέκ
Το πρώτο που μου χτύπησε στο μάτι μόλις πήρα στα χέρια μου το «Κίτρινο του ηλιοτρόπιου» ήταν η επιλογή της έντασης των χρωμάτων που έχει χρησιμοποιήσει η Μορίν Πουανιονέκ για την εικονογράφηση: χρώματα χαμηλού κορεσμού – couleurs vitamineés τα ονομάζουν οι Γάλλοι, παστέλ αποχρώσεις νομίζω τα λέμε εμείς. Στη συνέχεια πρόσεξα την πολύ λεπτή, αέρινη, υπαινικτική ενίοτε, γραμμή του σχεδίου της. Δύο στοιχεία, δηλαδή, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις εικονογραφήσεις που κυριαρχούν αυτή τη στιγμή στα βιβλία που συναντάμε στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, με τα έντονα χρώματα υψηλού κορεσμού και τις αδρές σχεδιαστικές γραμμές.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς πόσο ξεχωριστές είναι οι εικόνες, όχι μόνο εξαιτίας της χρήσης της συγκεκριμένης χρωματικής παλέτας και της τεχνικής της εικονογράφου, η οποία δημιουργεί ένα vintage αισθητικό αποτέλεσμα, υπόμνηση εικονογραφήσεων και εκτυπώσεων της δεκαετίας του ’60, αλλά εξαιτίας μιας ακόμη επιλογής της: η Πουανιονέκ επιλέγει σε όλες σχεδόν τις εικόνες να μην αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο την ηρωίδα της, αλλά να την εντάσσει μέσα στο (φυσικό) περιβάλλον όπου κινείται, σε σημείο που, κάποιες φορές, ο αναγνώστης ψάχνει να τη διακρίνει ανάμεσα στα υπόλοιπα στοιχεία της εικόνας. Πρακτική σοφή, όπως θα διαπιστώσει αργότερα ο αναγνώστης, μιας και η ηρωίδα αποτελεί οργανικό μέρος του εικονιστικού συνόλου και δεν επιδιώκει να πρωταγωνιστεί μέσα σε αυτό.
Τρίτο στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει στην πρώτη προσέγγισή μας με το βιβλίο είναι τα λόγια που γράφονται στο οπισθόφυλλο ως κατακλείδα (και τα οποία είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι δεν αποτελούν ερμηνεία του μεταφραστή ή του εκδότη, αλλά πιστή μετάφραση του πρωτοτύπου): «Ένα ποιητικό ταξίδι μύησης στον κόσμο της παιδικής ηλικίας» (με έντονα γράμματα, παρακαλώ).
Ορίστε;… Τι είπατε;… Ένα βιβλίο για παιδιά που μυεί τα παιδιά στον κόσμο των παιδιών;… Κάπως οξύμωρο δεν είναι αυτό;… Ή μήπως τυπογραφικό λάθος;… Ή μήπως το βιβλίο δεν απευθύνεται σε παιδιά (παρότι τίποτα ως τώρα δεν μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια θέση);
Συνεχίζω τις πρώτες εντυπώσεις, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στο κείμενο πλέον: λόγος στρωτός, διστακτικός κάποιες στιγμές, επιφυλακτικός ίσως. Άγουρος λόγος, αλλά πολύ αυθεντικός, πολύ οικείος. Κι έτσι όπως ξεδιπλώνεται με διάσπαρτες στιγμές λυρισμού, κάποιες παθιασμένες και ορμητικές εξάρσεις και, κυρίως, μια υποβόσκουσα αντιδραστικότητα –κάπως σαν ξεροκεφαλιά ας πούμε, κάπως σαν να έχεις έναν πεισματάρη έφηβο απέναντί σου που να σου λέει «Όχι, δε θα γίνει το δικό σου. Όχι, όχι, όχι! Το δικό μου θα γίνει!»–, σου φέρνει στο μυαλό εφηβική αφήγηση.
Έτσι είναι ο χαρακτήρας της ηρωίδας, θα μου πεις. Της Ηλιάνας που έχει το χρώμα του ηλιοτρόπιου και ζει σ’ έναν κόσμο που βρίσκει πανέμορφο, παρότι όλοι οι ενήλικες γύρω της είναι γκρίζοι. Κι επειδή βλέπουν την Ηλιάνα να μεγαλώνει δίχως να γκριζάρει, ανησυχούν. Και κάπως έτσι τη στέλνουν ένα μυητικό ταξίδι με ένα τρένο, όπου οι μόνες της αποσκευές είναι οι σοφές συμβουλές κάποιου Δρα Πικρού, με σκοπό να καταφέρει να γκριζάρει κι εκείνη. Πού ακούστηκε χρωματιστό κορίτσι να μην γκριζάρει την εποχή της αφύπνισής του! Πού ακούστηκε χρωματιστός ενήλικας!
Μόνο που σ’ όλη τη διάρκεια των περιπετειών της, η Ηλιάνα επιμένει να βλέπει τον κόσμο χρωματιστό, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Κι αν εσείς τώρα, οι αναγνώστες, θέλετε να κάνετε αναγωγές σε συμβολισμούς και κάθε είδους ερμηνείες, είναι στο χέρι σας. Εγώ δεν πρόκειται να επέμβω σ’ αυτά.
Άρα το κορίτσι με τον άγουρο, αντιδραστικό λόγο –το κορίτσι που αφηγείται– είναι η ηρωίδα. Μια νεαρή έφηβη τελικά, που μυείται στον κόσμο της ηλικίας από την οποία είναι υποχρεωμένη να φύγει ώστε να γίνει μια ακόμη γκριζωπή ενήλικη…
Να το πάλι το οξύμωρο!
Και να πώς το οξύμωρο με υποχρέωσε να σκαλίσω το βιογραφικό της κυρίας Ζουλιέτ Αντάμ, καθώς, όπως πιθανώς να εντόπισε ο προσεκτικός αναγνώστης του άρθρου αυτού, άρχισε να συγχέεται επικίνδυνα στο μυαλό μου ο αφηγητής με τον ήρωα: η Ζουλιέτ με την Ηλιάνα.
Τι να σας πω τώρα;… Ότι η Ζουλιέτ είναι η Ηλιάνα;… Κάτι έχετε ψυλλιαστεί, νομίζω, αλλά και τι μας νοιάζει, θα μου πείτε: άλλο το έργο, άλλος ο καλλιτέχνης κτλ. κτλ.…
Λάθος. Ειδικά όταν στον λόγο της Ζουλιέτ συναντώ ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι (κόρη ζεύγους συγγραφέων, εκ των οποίων ο μπαμπάς είναι βραβευμένος και με Γκονκούρ, παρακαλώ) που παλεύει να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι σε αυτούς που το χειραγωγούν με τις λέξεις και τις συμπεριφορές τους (καλά, μην το πάρετε στην κυριολεξία κιόλας, συμβολικά μιλάμε), αυτούς που του δίνουν συνταγές για επιτυχημένο μέλλον, ζωή, προοπτικές, αλλά «ξέρετε κάτι;» τους απαντά, «αφήστε με να το ζήσω μόνη μου, αφήστε με να εξερευνήσω τη ζωή μου έστω και καθυστερημένα, αφήστε με να με οδηγήσω εκεί που θέλω εγώ και μη σας νοιάζει – θα βρω εγώ παρέα».
Και βρίσκει παρέα η καλή μας η Ζουλιέτ – δεκαοκτώ ετών όταν έγραφε την ιστορία αυτή, αλλά επιτρέψτε μου να υποθέσω ότι τη γυρόφερνε πολύ καιρό στο μυαλουδάκι της.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, και με βάση όλη αυτή τη συλλογιστική, ναι, με συγκινεί η αυθεντική αμφιβολία της σε κάθε λέξη, η τρεμάμενη πάλη της με τις φράσεις και τα νοήματα, η άγουρη αμηχανία αλλά και η λαχανιασμένη ορμή των εκφραστικών σχημάτων που χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει τα ψυχικά τοπία της ηρωίδας της. Και κάπως έτσι, μέσω αυτής της σπαρακτικής ειλικρίνειας της νεαρής Ζουλιέτ που είναι η Ηλιάνα, καταλήγω να αγαπήσω αυτό το βιβλίο, όχι επειδή είναι ένα ακόμα καλοκουρδισμένο αριστούργημα ενός επαγγελματία καλλιτέχνη, αλλά η αλήθεια ενός καλλιτέχνη στη γέννησή του, που αποκαλύπτεται ολόγυμνη και συνταρακτικά όμορφη μπροστά στα μάτια μας. Και σ’ αυτό νομίζω ότι έχει συμβάλει τα μέγιστα η συνεργός Μορίν Πουανιονέκ.
Ναι, το ταξίδι της Ηλιάνας είναι το μυητικό ταξίδι μιας έφηβης στη παιδική της ηλικία, η συνειδητή επιστροφή της σε αυτή (γι’ αυτό κι έχει χαρακτήρα μύησης πλέον), ώστε να μπορέσει να συγκεντρώσει τα υλικά που θα χρησιμοποιήσει για να χτίσει το μέλλον της. Κι εμείς, οι αναγνώστες, γινόμαστε μάρτυρες αυτής της αυθεντικής εμπειρίας ολοκλήρωσης της παιδικής της ηλικίας με τον πιο αυθεντικό τρόπο.
Μετά από όλα αυτά, δε χρειάζεται να αναφέρω, νομίζω, ότι τα λόγια της ιστορίας θα μπορούσαν άνετα να χρησιμοποιηθούν για να εικονογραφηθεί ένα βιβλίο για εφήβους, όπως και το ότι το συγκεκριμένο βιβλίο με τη συγκεκριμένη εικονογράφηση, έχει κάτι στ’ αλήθεια μοναδικό: Ή σου αρέσει και το αγαπάς ή δε σου αρέσει και το απορρίπτεις. Μισόλογα και μισοϋποσχέσεις δεν έχει εδώ!
Εγώ το αγάπησα, πάντως, κι εύχομαι να του δώσετε μια ευκαιρία όλοι σας. Και να το διαβάσετε με ή χωρίς τα παιδιά σας, γιατί είναι, πράγματι, ένα βιβλίο για όλους.